ἀκράαντος

ἀκράαντος
ἀ-κράαντος (κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακράαντος — ἀκράαντος, ον (Α) ο ἄκραντος* …   Dictionary of Greek

  • ἀκράαντος — ἀκρά̱αντος , ἀκράαντος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < …   Dictionary of Greek

  • ἀκράαντον — ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος masc/fem acc sg ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράαντα — ἀκρά̱αντα , ἀκράαντος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”